καταδώνω

καταδώνω
καταδίδω*.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τον αόρ. κατ-έ-δωσα τού καταδίδω, υποχωρητικά κατά το σχήμα ψήλωσα: ψηλώνω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • καταδίδω — και καταδώνω κατέδωσα, γίνομαι καταδότης, φανερώνω στις αρχές κάποιον που καταζητείται, προδίδω: Οι συγγενείς του τον κατέδωσαν …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”